- τρυμαλῖτις
- τρῡμᾰλ-ῖτις, ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυμαλῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυμαλίτις — ίτιδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. ῖτις (πρβλ. αρεοπαγ ῖτις)] … Dictionary of Greek